- φαυσιβολώ
- -έω, Μακτινοβολώ, λάμπω.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < φαυ-σι- (< θ. φαF- < ΙΕ ρίζα *bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + -βολῶ (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βολῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.